Γράφει ο Στυλιανός Καβάζης.

ΠΑΝΑΓΙΑ Μάνα, μεσολαβήτρια, προστάτιδα, σύμμαχος, συμπαραστάτης και αρωγός σε κάθε δύσκολη στιγμή της ζωής των Ηπειρωτών, αλλά και όλης της ανθρωπότητας! Η Παναγία αγαπήθηκε και τιμήθηκε σε μεγάλο βαθμό και στην Ήπειρο. Αυτό μαρτυρούν τα πολυάριθμα μοναστήρια τα αφιερωμένα στην χάρη Της αλλά και οι ναοί που βρίσκονται σχεδόν σε κάθε κατοικημένη περιοχή και τα καντήλια που καίνε σε κάθε γωνιά της ηπειρωτικής γης.
Αιτία αυτής της αστείρευτης αγάπης αποτελούν οι τεράστιες δυσκολίες που για αιώνες αντιμετώπισε, αλλά και συνεχίζει να αντιμετωπίζει η μικρή αυτή γωνιά της Ελλάδας. Περιοχή πολυβασανισμένη, με μακραίωνη ιστορία καταπίεσης και υποδούλωσης στο αλλόθρησκο στοιχείο, η Ήπειρος πρόταξε και χρησιμοποίησε την πίστη και το έντονο θρησκευτικό συναίσθημα για να διατηρήσει την ταυτότητά της.
Εδώ οι κατακτητές αντιμάχονταν μέχρι εσχάτων τη χριστιανική θρησκεία, κι όμως, οι χριστιανοί κατάφεραν να κρατήσουν ζωντανή την πίστη τους κάτω από πραγματικά δύσκολες συνθήκες, με τη μορφή της Παναγίας να αποτελεί καθ’ όλην την διάρκεια της Τουρκοκρατίας, αλλά και μετέπειτα, καθ’ όλην την διάρκεια των δύσκολων περιόδων που ακολούθησαν, το στήριγμα των πιστών. Στην Παναγία στήριξαν οι άνθρωποι της περιοχής τις ελπίδες τους όσο σε κανέναν άλλο Άγιο. Ήταν η Παναγιά όλων, η μητέρα των φτωχών, των αγωνιστών στα μέτωπα, των γυναικών που έμεναν πίσω και καρτερούσαν τους συζύγους και τα παιδιά τους από τις μάχες, αλλά και εκείνων που κουβαλούσαν πολεμοφόδια στους καταρρακωμένους, εξασθενημένους και πεινασμένους αγωνιστές και στρατιώτες.
Οι Ηπειρώτες αναδείχτηκαν σε πρωτεργάτες της προετοιμασίας και εξέλιξης της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, πάντα με την πίστη στην Παναγία να τους εμψυχώνει στο μέγιστο βαθμό. Είναι, λοιπόν, φανερή η μεγάλη πίστη στην Παναγία των Ηπειρωτών, αλλά και όλων των Ελλήνων χριστιανών κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας και της Ελληνικής Επανάστασης. Ξεχωριστός ήταν και ο ρόλος που διαδραμάτισε η πίστη στην Παναγία στην περιοχή της Ηπείρου και κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πολλά μοναστήρια της Ηπείρου αφιερωμένα στην Παναγία, συχνά κτισμένα σε δύσβατα και απάτητα μέρη, έγιναν, κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας και της Ελληνικής Επανάστασης, καταφύγια των πιστών, μάρτυρες των αγώνων και της θυσίας τους, ενίσχυσαν οικονομικά την προετοιμασία ένοπλων επιθέσεων ενάντια στον κατακτητή και εφοδίαζαν με τρόφιμα και όπλα τους αγωνιστές και τον άμαχο πληθυσμό. Μάλιστα, σε αρκετές από τις μονές αυτές της Ηπείρου λειτούργησαν «κρυφά σχολειά» συμβάλλοντας ταυτόχρονα και στην πνευματική αφύπνιση των κατοίκων της περιοχής.
Ένα τέτοιο μοναστήρι είναι και της Παναγίας Μολυβδοσκέπαστης. Δεν γίνεται να βρεθείς στο μοναστήρι αυτό χωρίς να νοιώσεις ότι είναι ένας τόπος μαγικός. Από την αρχή καταλαβαίνεις ότι υπάρχει μια ενέργεια, μια χάρη και μια ιερότητα, που απλώνεται και σε όλη την περιοχή γύρω από το μοναστήρι. Ένας τόπος, που βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με την φύση και το περιβάλλον. Όταν μπαίνεις στο καθολικό, νιώθεις μία ακαθόριστη ενέργεια, ειδικά μόλις σταθείς για να κάνεις έναν σταυρό μπροστά στη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας.Τα τάματα στην αγία εικόνα της Παναγίας είναι αμέτρητα, ενώ μοναχοί, κάτοικοι της Κόνιτσας, αλλά και προσκυνητές, κάνουν λόγο για θαύματα, ειδικά για άτεκνα ζευγάρια που ζήτησαν παιδί από τη Θεοτόκο.
Ας δούμε την πλούσια και ενδιαφέρουσα ιστορία του όμως παρακάτω.
Το όμορφο και ιστορικό μοναστήρι βρίσκεται στους πρόποδες του βουνού Νεμέρτσικα, στέκει επί 13 αιώνες ακλόνητος μάρτυρας της ιστορίας του, απέχει 17 χιλιόμετρα από την Κόνιτσα και μόλις 400 μέτρα από τα ελληνοαλβανικά σύνορα, σε μια κατάφυτη περιοχή στη συμβολή των ποταμών Αώου και Σαρανταπόρου. Λίγα μέτρα πιο πέρα βρίσκεται και το τελευταίο ελληνικό χωριό, το Μολυβδοσκέπαστο, πριν την Αλβανία, που φέρει το όνομα της Μονής.
Το μοναστήρι της Παναγίας, ένα βυζαντινό και αντρικό μοναστήρι, μοιάζει σαν φρούριο με τα ψηλά τείχη που το περιβάλλουν και τον τρούλο των 15 μέτρων. Μάλιστα είναι το παλαιότερο και ομορφότερο της Ηπείρου.
Η Μονή της Κοίμησης της Θεοτόκου, όπως είναι η «επίσημη» ονομασία της, οφείλει το ιδιαίτερο όνομά της στο γεγονός ότι τη στέγη του καθολικού της σκεπάζανε φύλλα μολύβδου και όχι τα συνηθισμένα κεραμίδια ή πέτρινες πλάκες. Το μολύβι όμως αυτό το αφαίρεσαν οι Τούρκοι κάνοντάς το βόλια για τις πολεμικές ανάγκες τους και έμεινε από τότε, στην συνείδηση του κόσμου, η ονομασία «Παναγία η Μολυβδοσκέπαστη».
Μέσα σ’ αυτό το φανταστικό τοπίο, μέσα σ’ αυτό το μυστήριο της φύσης, συνευρίσκονται η φύση και η πίστη!
Σύμφωνα με την παράδοση, η Μονή κτίστηκε τον 7ο αιώνα, από έναν βασιλιά του Βυζαντίου, τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ο Δ΄, τον Πωγωνάτο, ο οποίος επιστρέφοντας από μια εκστρατεία του στη Σικελία, από την Εγνατία οδό προς την Κωνσταντινούπολη, στρατοπέδευσε στο χώρο, όπου σήμερα υπάρχει η Ιερά Μονή. Ήταν το 668 όταν συνωμότες σκότωσαν τον πατέρα του Κώνστα και τοποθέτησαν αυτοκράτορα τον Μιζίζιο. Αυτά τα γεγονότα έγιναν στη Σικελία. Όταν το έμαθε ο Πωγωνάτος μάζεψε το στρατό του, πήγε στη Σικελία και εκδικήθηκε το θάνατο του πατέρα του. Στην επιστροφή του ήρθε σε αυτή την περιοχή.
Τότε υπήρχε μόνο ένα μικρό ξωκλήσι. Ο Πωγωνάτος μπήκε μέσα να παρακολουθήσει τη λειτουργία αλλά για κάποιο λόγο μίλησε άσχημα στους ιερείς και βγαίνοντας από την εκκλησία το πρόσωπό του μελάνιασε. Ανέφερε το περιστατικό στη γυναίκα του και τότε καταλάβανε πως ήταν λάθος ο τρόπος με τον οποίο φέρθηκε στους ιερείς. Για να μπορέσει να εξιλεωθεί έχτισε την Παναγία Μολυβδοσκέπαστη.
Και έτσι το μοναστήρι ονομάστηκε Ιερά Μονή, Βασιλική και Σταυροπηγιακή της Παναγίας της Μολυβδοσκέπαστης. Βασιλική, γιατί χτίστηκε από το βασιλιά-αυτοκράτορα του Βυζαντίου, Κωνσταντίνο τον Δ΄, τον Πωγωνάτο. Σταυροπηγιακή, γιατί εξαρτιόνταν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Για να δηλωθεί μάλιστα η εξάρτηση μιας Μονής από αυτό, ο ίδιος ο αυτοκράτορας ή και εκπρόσωπός του τοποθετούσε κατά τη θεμελίωσή της στα θεμέλια, σιδερένιο σταυρό, που λεγόταν και Σταυροπήγιο (Πήγνυμι Σταυρόν = τοποθετώ μέσα στο χώμα σταυρό).
Η Μονή ανακαινίστηκε από τον Ανδρόνικο Κομνηνό Μέγα Δούκα Παλαιολόγο το 1341. Την τελευταία φορά που ανακαινίσθηκε η Μονή ήταν το έτος 1522 από τούς κατοίκους της Πωγωνιανής αφού υπήρχαν φθορές από λεηλασίες, το δε καθολικό αγιογραφήθηκε σε δύο φάσεις, το 1521 και το 1537.
Όμως ακόμα και τον 20ο αιώνα υπέστη πολλές λεηλασίες από τους Ιταλούς καθώς και από φωτιά που έβαλαν οι Γερμανοί Ναζί στα κελιά των μοναχών, στην τραπεζαρία και λεηλατήθηκε το Καθολικό. Ὀλα αυτά τον Ιούλιο του 1943.
Ο Ναός της Μονής έχει στοιχεία βυζαντινής τεχνοτροπίας. Είναι ένας μικρός ναός σταυροειδής με τρούλο ύψους 15 μέτρων, ο οποίος υψώνεται πανύψηλος και είναι ένα κομψοτέχνημα, του οποίου και η απλή θέα σε ανεβάζει στα ουράνια! Οι τοιχογραφίες της πρόσφατα έχουν αρχίσει να συντηρούνται, ενώ πριν καλύπτονταν από την αιθάλη των κεριών των τόσων χρόνων, γεγονός που δυσκόλευε να γίνουν περισσότερο ακριβείς παρατηρήσεις σχετικά με το εικονογραφικό πρόγραμμα του ναού, την τεχνοτροπία αλλά και τις ιδιαιτερότητες των ζωγράφων που τις φιλοτέχνησαν.
Από τα κειμήλια της μονής, αξιόλογη είναι η ξυλόγλυπτη δίφυλλη θύρα, η οποία είναι από τα λίγα σωζόμενα δείγματα της βυζαντινής ξυλογλυπτικής στην Ήπειρο και χρονολογείται στην α΄ εικοσαετία του 14ου αιώνα. Το τέμπλο του ναού είναι ξυλόγλυπτο και οι εικόνες του όλες βυζαντινές και καλοδιατηρημένες. Φέρει μάλιστα αξιόλογες εικόνες μεταξύ των οποίων και η εικόνα του Χριστού Ανεξίκακου.
Και μέσα σ’ όλες δεσπόζει η θαυματουργός εικόνα της Παναγιάς της Μολυβδοσκέπαστης η μεγαλύτερη πνευματική αξία για το Μοναστήρι. Η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας σήμερα δεν έχει την αρχική της μορφή, αφού συλήθηκε και από τους Τούρκους και από άλλους βαρβάρους κατά καιρούς. Μάλιστα, το χειμώνα του 1943, κάποιος Έλληνας ορθόδοξος έκλεψε την επένδυση της Ιεράς Εικόνας, που ήταν από χρυσάφι καθώς και τα αφιερώματά της, ενώ στη συνέχεια την πέταξε πίσω από το ναό, σ’ ένα ποτιστικό αυλάκι. Αυτές ήταν οι εποχές που κάποιοι -ας τους ονομάσουμε και καλά “χριστιανούς”- εκείνο τον καιρό υπήρξαν χειρότεροι ακόμα και από τους βαρβάρους και τους Τούρκους. Ήταν χριστιανοί χωρίς φόβο Χριστού και χωρίς σεβασμό στην εκκλησία που τους αναγέννησε. Έτσι λοιπόν στα χρόνια της γερμανικής κατοχής μπήκαν στην Μονή της Παναγίας και άπλωσαν τα βρώμικα και βέβηλα χέρια τους στην βυζαντινή εικόνα. Άρπαξαν όλα της τα αφιερώματα, τα μοιράσανε και κατόπιν πάταξαν την εικόνα σε ένα ποτάμι. Όταν την άλλη ήμερα αντιληφθήκανε οι μοναχοί την κλοπή της εικόνας της Παναγίας, αμέσως σύννεφα λύπης και στεναχώριας τους κυρίεψαν. Παρακαλούσαν με δάκρυα στα μάτια να δείξει η Παναγία τον τόπο ευρεσεώς Της.
Ένα μήνα παρέμεινε η Αγία εικόνα στο ποτάμι και κατέφαγε το νερό τα πρόσωπα του Χριστού και της Παναγίας μας. Μάλιστα η εικόνα χωρίστηκε σε δυο σανίδες. Μια αγρότισσα που περνούσε τυχαία από εκεί μαζεύοντας αγριόχορτα βρήκε την εικόνα. Η ανεύρεση της κατεστραμμένης εικόνας εχίνε αμέσως γνωστή σε όλους τους κατοίκους της περιοχής, οι οποίοι με λύπη, λες και ήταν νεκρώσιμη ακολουθία, την τοποθέτησαν και πάλι στο προσκυνητάρι Της.
Το 1945 έδωσαν οι κάτοικοι τα δυο γυμνά ξύλα της Βυζαντινής εικόνας σε αγιογράφο, ο οποίος ανιστόρησε πάλι τις μορφές της Παναγίας και του Χριστού, επενδύθηκε με άργυρο και τώρα πια και για πάντα εις τους αιώνες των αιώνων το σεμνό κειμήλιο απάσης της Οικουμένης περιμένει τους πιστούς, να τους χαρίσει τα εξ ύψους δώρα.
Παρά το ότι η Μονή είναι τόσο παλαιά και ανέπτυξε σπουδαία θρησκευτική και εθνική δράση, τα ιστορικά στοιχεία που έχουν διασωθεί είναι ελάχιστα, αφού καταστράφηκαν από τις επανειλημμένες λεηλασίες και τη φθορά.
Το μοναστήρι υπήρξε σημαντικότατο κέντρο φιλανθρωπίας για τους φτωχούς και τους ασθενείς σε παλαιότερους χρόνους και βοηθούσε πολλές οικογένειες που είχαν ανάγκες. Υπήρξε εκπαιδευτικό κέντρο και είχε μεγάλη συμβολή στην διατήρηση της ελληνικής παιδείας και του χριστιανισμού κατά την τουρκοκρατία. Στην Ιερά Μονή, όπως στις περισσότερες τον καιρό εκείνο, λειτουργούσε κρυφό σκολειό και συντηρούσε σχολεία στο χωριό Διπαλίτσα (Μολυβδοσκέπαστο), καθώς οι μοναχοί είχαν αναλάβει την διδασκαλία. Εκεί επίσης μαθήτευαν και ιερείς, που στη συνέχεια πήγαιναν σε κάθε γωνιά της Ηπείρου, για να μεταδώσουν την παιδεία, να στηρίξουν την πίστη και να στερεώσουν το ηθικό φρόνημα των Ηπειρωτών και την Εθνική τους ταυτότητα!
Στην Ιερά Μονή Μολυβδοσκεπάστου λειτουργούσε ακόμη από το 1300 Σχολή χειρογράφων. Οι μοναχοί αντέγραφαν Ιερά κείμενα, δηλ. την Αγία Γραφή και άλλα Λειτουργικά βιβλία των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, όχι μόνο για να καλύψουν τις ανάγκες της Μονής, αλλά και για να τροφοδοτήσουν Εκκλησίες, σχολεία και άλλες μονές. Στη Σχολή αυτή μαθήτευαν καλλιγράφοι, ταχυγράφοι κειμένων, αντιγραφείς και τα έργα τους συνετέλεσαν στη διάδοση των Ιερών και των Ελληνικών γραμμάτων. Σώζονται ιερά κείμενα από διάφορες εποχές, που αναφέρουν ότι έχουν γραφτεί από μοναχούς του μοναστηριού. Ο Μυρέων Ματθαίος (1550 – 1624) ήταν μοναχός της Μονής που το 1605 έγινε Επίσκοπος Μυρέων και είχε διακριθεί ως πολυγραφότατος ιστορικός συγγραφέας, υμνογράφος αλλά και ποιητής. Η Ιερά Μονή, λοιπόν, Μολυβδοσκεπάστου υπήρξε ένα πνευματικό και Εθνικό κέντρο ολοκλήρου της περιοχής, τα δύσκολα χρόνια του Ελληνισμού.
Επί αρχιερατείας του σπουδαίου μητροπολίτη Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης, Σεβαστιανού Οικονομίδη (1967 – 1994) το μοναστήρι της Μολυβδοσκεπάστου επανδρώθηκε το 1988 και όντας σε πολύ κοντινή απόσταση από τη Βόρειο Ήπειρο έγινε το κέντρο εθνικών αλλά και θρησκευτικών εκδηλώσεων για την τόνωση της ελληνορθόδοξου συνείδησης των Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου. Η επάνδρωση αυτή έγινε κατόπιν προτροπής και πνευματικής καθοδηγήσεως του αγίου Παϊσίου του Αγιορείτου και την ευλογία του μακαριστού οικείου Μητροπολίτου κυρού Σεβαστιανού. Μετά την κοίμηση του ο Μητροπολίτης Σεβαστιανός ετάφη στο πίσω μέρος της Ιερής Μονή, όπως ο ίδιος είχε ζητήσει λόγω της μεγάλης του αγάπης και αγώνων που έκανε για την Βόρειο Ήπειρο.
Η Μονή, η οποία είναι ανδρική πλέον, είναι ανοιχτή καθημερινά, εκτός της Τετάρτης, από Ανατολής ηλίου έως την Δύση. Την Παρασκευή ανοίγει μετά τις δώδεκα το μεσημέρι. Υπάρχουν και ξενώνες για τους πιστούς που έρχονται από μακριά.
Η Κοίμηση της Θεοτόκου, που τιμάται στις 15 Αυγούστου, σε όλες της περιοχές, από τα Τζουμέρκα μέχρι το Πωγώνι, το Ζαγόρι και τη Μουργκάνα, αποτελεί την πιο μεγάλη, ίσως, γιορτή για τους Ηπειρώτες, γιατί παραδοσιακά συνδέεται και με τον ερχομό των ξενιτεμένων στα χωριά τους, με το αντάμωμα για τη γιορτή της Παναγίας.