Friday 14 March 2025
Αντίβαρο
Ιστορία Μάριος Νοβακόπουλος

Η αδυναμία μίας Ανατολικής Ολοκλήρωσης

Εάν η αραβική κατάκτηση έθεσε τέλος στον αλεξανδρινό κόσμο της Ανατολής, οι Βυζαντινοί Έλληνες μπόρεσαν μέσω των ιεραποστολών να επεκτείνουν την πολιτισμική σφαίρα επιρροής τους στον αχανή ευρωπαϊκό βορρά, εκχριστιανίζοντας μεγάλο μέρος ειδικά των Σλάβων.

Β’ Μέρος της μελέτης Το Ελληνικό Έθνος ως μετα-αυτοκρατορική μορφή: Απόπειρα συγκριτικής μακροϊστορίας
Μάριος Νοβακόπουλος

Α’ Μέρος: Έθνη, Πολιτισμοί και Αυτοκρατορίες

Μεσαιωνική Χριστιανοσύνη και Βυζαντινή Κοινοπολιτεία

Στο πλαίσιο αυτό αναπτύχθηκαν έντονες σχέσεις, όχι μόνο θρησκευτικές, αλλά και καλλιτεχνικές, διπλωματικές, μορφωτικές και νομικές. Οι διάφοροι ορθόδοξοι ηγεμόνες αναγνώριζαν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, την υπεροχή της ρωμαϊκής αυτοκρατορικής αρχής και του οικουμενικού πατριαρχείου, στο βαθμό που για να τονώσουν τις δικές τους αυτοκρατορικές φιλοδοξίες ζητούσαν τον ρωμαϊκό τίτλο ή την αναγνώριση αυτοκέφαλης εκκλησίας στα εδάφη τους.

Το σχήμα αυτό ονομάστηκε από τον D. Obolensky «Βυζαντινή Κοινοπολιτεία», και συχνά αντιπαρατάσσεται στον οργανισμό της δυτικής μεσαιωνικής Χριστιανοσύνης, η οποία περιστρεφόταν γύρω από την γερμανορωμαϊκή αυτοκρατορία και (κυρίως) την Παποσύνη (res publica Christiana, societas Christiana, Christianitas). Αν όμως από τη μεσαιωνική Χριστιανοσύνη αναδύθηκε η σημερινή Ευρώπη και ο λεγόμενος δυτικός πολιτισμός, τότε γιατί ο μεταβυζαντινός κόσμος (ο «ορθόδοξος πολιτισμός» κατά τη διαίρεση του S. Huntington) δεν έχει τον ίδιο βαθμό πολιτισμικής και πολιτικής ολοκλήρωσης και ανάπτυξης, που είχε η «κατ’ εξοχήν» Ευρώπη ακόμη και δια μέσω των τρομερών της πολέμων; Γιατί δεν μπόρεσε η Βυζαντινή Κοινοπολιτεία να εξελιχθεί σε μία βαθύτερη κοινότητα πολιτισμού, και να υποκαταστήσει για τον Ελληνισμό τη χαμένη ανατολή;

α) Η προφανέστερη διαφορά είναι πως στην ανατολή επιβίωσε η μία, ενιαία και συγκεντρωτική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία και τα όποια πολιτισμικά και θρησκευτικά δίκτυα απέρρεαν από αυτήν. Αντιθέτως, η δυτική αυτοκρατορία καταλύθηκε και επιβλήθηκαν τα ασταθή βαρβαρικά βασίλεια, τα οποία μετασχηματίστηκαν κατά το αποκεντρωμένο και ρευστό σύστημα της φεουδαρχίας, με εφήμερες και επισφαλείς ενοποιήσεις υπό τις αυτοκρατορίες των Φράγκων και των Γερμανών.

β) Η Δύση καταλήφθηκε από χαμηλού πολιτισμικού επιπέδου πολυθεϊστές βαρβάρους, οι οποίοι προσέλαβαν την θρησκεία, την γλώσσα και διάφορα ήθη και δομές των κατακτημένων λατινόγλωσσων Ρωμαίων χριστιανών. Αυτή η επιβίωση της καταλυθείσας ρωμαϊκή οικουμένης συνδυάστηκε με τις εμπειρίες και τις προσθήκες των νέων λαών, δημιουργώντας τις βάσεις του λεγόμενου δυτικού πολιτισμού. Μάλιστα, χάρη στον εκχριστιανισμό ο πολιτισμός αυτός – μαζί με τα αρχαία ρωμαϊκά και δευτερευόντως ελληνικά στοιχεία του – μεταδόθηκε και έξω από τα όρια των ρωμαϊκών κατακτήσεων, στην Γερμανία, την Κεντρική Ευρώπη, την Σκανδιναβία και την Ιρλανδία. Αντίθετα, οι μεγάλες απώλειες της Ανατολής, η Συρία και η Αίγυπτος τον 7ο αιώνα και έπειτα η Μικρά Ασία τον 11ο, προκλήθηκαν με την απορρόφησή τους σε έναν κόσμο-πολιτισμό με κλειστή, δομημένη ταυτότητα, εκείνον του Ισλάμ. Δεν μπόρεσε έτσι να εκτυλιχθεί το φαινόμενο της ιδιόμορφης πολιτισμικής «ανάκτησης», όπως έγινε στη Δύση, ή της «γοητείας» του κυριάρχου από τον υποτελή, όπως μεταξύ Ρωμαίων και Ελλήνων.

γ) Το Βυζάντιο, βέβαια, βρήκε πρόσφορο έδαφος στους Σλάβους τους βαρβάρους της ανατολικής Ευρώπης. Η γεωγραφία όμως και η κοινωνική ιστορία της «σκυθικής ερημίας» δρούσε ανασταλτικά στον βαθύτερο και επωφελέστερο «εκβυζαντινισμό» της. Η ανατολική Ευρώπη ήταν μία αχανής έκταση στέπας, πεδιάδων και δασών, δίχως αξιοσημείωτες πόλεις αρχικά, και εκτεθειμένη στις αιώνιες εισβολές της κεντρικής Ασίας. Το αποτέλεσμα ήταν να μη στερεωθούν ισχυρά κράτη με αστικό πολιτισμό, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες που έδωσαν μία αξιόλογη παλαιοσλαβική παράδοση γραμματείας, νομοθεσίας και τέχνης. Ακόμη και στη χερσόνησο του Αίμου, η οποία τον 6-7ο αιώνα κατακλύστηκε από Σλάβους, η καταστροφή της υπάρχουσας ελληνορωμαϊκής κοινωνίας ήταν τόσο ολοσχερής μεταξύ Δούναβη και Θεσσαλονίκης, και το πολιτικό επίπεδο των Σλάβων τόσο χαμηλό, που και εκεί διαμορφώθηκε το ίδιο πρόβλημα. Όπως σημειώνει ο Ντιμίτρι Ομπολένσκυ, δεν βρέθηκε μεταξύ αυτών των Σλάβων ένας Χλωδοβίκος ή ένας Θεοδώριχος, σαν αυτούς που οδήγησαν τους Γερμανούς της Δύσης στην επαφή με τλατινική κουλτούρα και το χριστιανισμό – ο ευαγγελισμός των βαλκανίων Σλάβων άργησε πολύ σε σχέση με την εγκατάστασή τους.

Παρότι ο αστικός πολιτισμός παρήκμασε ραγδαία και επί μακρόν στην βαρβαρική Δύση, και οι ίδιοι οι βάρβαροι ήταν αρχικώς νομάδες, η ρωμαϊκή παράδοση των θεσμών και των γραμμάτων συντηρήθηκε στα μοναστήρια και τις επισκοπές των πόλεων, για να ανακάμψει μόλις το επέτρεψαν οι συνθήκες από τον «υψηλό» μεσαίωνα και ύστερα. Δεν είναι τυχαίο ότι στις πρώτες αναγεννήσεις πρωτοστάτησαν χώρες εντός του παλαιού ρωμαϊκού συνόρου, ειδικά η Ιταλία και η Γαλλία. Από τον 12ο αιώνα και έπειτα αναπτύσσονται οι πόλεις, τα εμπορικά δίκτυα, τα πανεπιστήμια και πανευρωπαϊκής εμβέλειας μοναχικά τάγματα, ενώ σύντομα θα μπουν και οι βάσεις συγκεντρωτικών κρατών.

δ) Στην πρώιμη μορφή της (7-10ος αι.), η Μεσαιωνική Χριστιανοσύνη σφυροκοπήθηκε από νέα κύματα εισβολών και μεταναστεύσεων. Οι Άραβες κατέλαβαν αμετάκλητα την βορειοδυτική Αφρική (πατρίδα του Ιερού Αυγουστίνου) και εφόρμησαν στην Ισπανία και την Γαλατία, ώσπου αποκρούστηκαν στο Πουατιέ (732) και περιορίστηκαν στα Πυρηναία όρη. Οι γερμανογενείς Σκανδιναβοί Βίκινγκς υπήρξαν αληθινή μάστιγα της βορειοδυτικής Ευρώπης με τις επιδρομές τους, το ίδιο και οι ασιατικής προέλευσης Μαγυάροι (Ούγγροι) ανατολικότερα. Και οι δύο όμως αυτοί πολεμικοί λαοί εν τέλει ανασχέθηκαν, εκχριστιανίστηκαν και ενσωματώθηκαν στη δυτική Χριστιανοσύνη, επεκτείνοντάς την γεωγραφικά και προσφέροντας πολεμική και δημογραφική τόνωση. Από εκείνο το σημείο και έπειτα η Δύση «ηρεμεί» από τις μεταναστεύσεις, οι πληθυσμοί «κατακάθονται» και απορροφώνται. Ο Ατλαντικός ωκεανός προσέφερε από δυσμάς ένα αχανές γεωπολιτικό κενό, από όπου φυσικά δεν μπορούσε να προέλθει κάποια εισβολή. Στα ανατολικά, το Βυζάντιο και η Ρωσία, μαζί με κάποια άλλα μεθοριακά κράτη (Πολωνία, Ουγγαρία, Βουλγαρία), ως εκτεθειμένα υφίσταντο τα αλλεπάλληλα κτυπήματα των Αράβων, των Τούρκων και των Μογγόλων, μέχρι τελικά να υποκύψουν και να διαλυθούν. Στην ανατολή η ήττα και η κατάκτηση έφερνε μετανάστευση νέων λαών οι οποίοι δεν αφομοιώνονταν, αλλά αφομοίωναν μέσω της επιβολής και της θρησκείας (Ισλάμ), ενώ στη δύση όσο τρομεροί και ακατάπαυστοι και να ήταν οι πόλεμοι, δεν άλλαζε η υφή του πληθυσμού και του πολιτισμού. Η στρατιωτική ενεργητικότητα λοιπόν, το δημογραφικό πλεόνασμα και η φιλοκίνδυνη διάθεση του γερμανορωμαϊκού κόσμου γρήγορα πέρασε από την άμυνα και την απόκρουση, στην επέκταση και τον αποικισμό. Οι Γερμανοί προέλασαν από τον ποταμό Έλβα ως την Εσθονία (Drang nach osten), οι Βενετοί κατέλυσαν και αποίκισαν το Βυζάντιο και οι Γενουάτες τον Εύξεινο Πόντο. Οι Νορμανδοί κατέκτησαν την βυζαντινή κάτω Ιταλία και την αραβική Σικελία, την ίδια περίοδο που τα χριστιανικά βασίλεια της Ιβηρικής αργά αλλά σταθερά εκπαραθύρωναν τους Άραβες πίσω στην Αφρική. Οι Σταυροφορίες είναι ισχυρό σύμβολο αυτής της δυτικής εξάπλωσης, του θρησκευτικού ενθουσιασμού και του ακόρεστης ανάγκης για επέκταση, όσο και εάν οι νίκες και οι εδαφικές κτήσεις στον Λεβάντη υπήρξαν εφήμερες.

ε) Ο σημαντικότερος συνεκτικός δεσμός της δυτικής Χριστιανοσύνης ήταν η Αγία Έδρα, ο πάπας της Ρώμης, ο οποίος συνδύαζε το απόλυτο εκκλησιαστικό πρωτείο με την αξίωση αναγνώρισης ενός δικαιώματος υπεροχής επί των κοσμικών αρχόντων. Βασιλείς και αυτοκράτορες, ειδικά Γάλλοι και Γερμανοί, αντιστάθηκαν στις αξιώσεις αυτές του πάπα, με ποικίλα αποτελέσματα (έριδα της περιβολής, Γουέλφοι εναντίον Γιβελίνων, αιχμαλωσία της Αβινιόν, δυτικό σχίσμα). Με εξαίρεση όμως τον μικρόκοσμο των ιταλικών πόλεων κρατών, ανάμεσα στα οποία ίστατο το παπικό κράτος του Λατίου, της Πενταπόλεως και της Ρωμανίας (Romagna), η πολιτική υπεροχή του πάπα δεν απειλούσε την εδαφική εξουσία των ηγεμόνων. Ακόμη και η εξέχουσα θέση του γερμανορωμαίου αυτοκράτορα μόνο τύποις αναγνωριζόταν από τους άλλους βασιλείς της Ευρώπης (και αυτό αρχικώς), εάν δε έλειπε ο ισχυρός άνδρας από το θρόνο (Όθων Α’, Φρειδερίκος Βαρβαρόσσα, Φρειδερίκος Β’), αποσκιρτούσαν και οι φεουδαρχικοί υποτελείς του. Η παγίωση δηλαδή του πολυκεντρικού και κατακερματισμένου χαρακτήρα της Ευρώπης σήμαινε πως η πρόσληψη πολιτισμικών στοιχείων όπως η λατινική γλώσσα και γραμματεία, ή η εδραίωσε εκκλησιαστικών θεσμών όπως τα μοναχικά τάγματα, δεν απειλούσαν την εξουσία και την ταυτότητα των κοσμικών μορφωμάτων. Το ίδιο το καθεστώς της λατινικής γλώσσας ως κοινού μέσου επικοινωνίας όλων των δυτικών χριστιανών, δίχως να υποδηλώνει την πολιτισμική υπεροχή της μίας ή της άλλης δύναμης, ευνόησε την αυτονόητη υιοθέτησή της από όλους.

Στην ανατολή όμως, όπως αναφέρθηκε στο σημείο (α), η ρωμαϊκή αυτοκρατορία παρέμενε στην πρότερη συμπαγή μορφή της, υπερέχοντας πολιτικά, οικονομικά και πληθυσμιακά έναντι των περιφερειακών ηγεμονιών της λεγόμενης Βυζαντινής Κοινοπολιτείας. Ο πατριάρχης και ο αυτοκράτορας έδρευαν ομού στην Κωνσταντινούπολη και, όσο και εάν ήταν συχνές οι συγκρούσεις τους, γενικά συνεργάζονταν ως προς την εξωτερική πτυχή της δράσης τους. Η επέκταση της ισχύος του πατριαρχείου λοιπόν, υπέκρυπτε την πολιτική παρέμβαση και κηδεμονία της αυτοκρατορίας, και αντιστρόφως. Οι περιφερειακοί λαοί λοιπόν, Σέρβοι, Βούλγαροι, Αρμένιοι κλπ., ένιωθαν την ανάγκη διαφοροποίησης σε ιδεολογικό και εκκλησιαστικό επίπεδο, ώστε να διαφυλάξουν την ανεξαρτησία τους, ή και κάποτε να προωθήσουν τους εαυτούς τους ως αντικαταστάτες των Ελλήνων στη θέση της ρωμαϊκής παγκόσμιας ηγεμονίας. Δεν είναι τυχαίο πως «χρυσή εποχή» της επιρροής του οικουμενικού πατριαρχείου υπήρξε εκείνη των Παλαιολόγων, οπότε όσο η αυτοκρατορία έφθινε και διασπάτο, τόσο το κύρος του πατριάρχη ως ενοποιητικού πόλου της Ορθοδοξίας ανερχόταν

Η εδαφικότητα λοιπόν του Βυζαντίου έδρασε ανασταλτικά στην ολοκλήρωση της ανατολικής Χριστιανοσύνης ως αληθούς κοινοπολιτείας. Τούτο βέβαια δε σημαίνει πως η ιδιότητα αυτή πρέπει να κριθεί αρνητικά – το Βυζάντιο άλλωστε ανέπτυξε τέτοιον πολιτισμό και κράτησε ορθό για τόσους αιώνες, επειδή ακριβώς παρέμεινε μία ενιαία αυτοκρατορία, με στρατό, νόμισμα, αστικά κέντρα και κλασσική λογιοσύνη. Ακόμη και ο περισσότερο ανοικτός (οιονεί «δημοκρατικός») χαρακτήρας της Εκκλησίας, η οποία δεχόταν ή ανεχόταν την ύπαρξη αυτοκεφάλων εθνοτοπικών δικαιοδοσιών, και η χρήση των εθνικών γλωσσών στην λειτουργία (σλαβονική, γλαγολιτικό-κυριλλικό αλφάβητο) αποτελούν σημεία δύναμης και καταλύτες εξάπλωσης της βυζαντινής θρησκείας και πολιτισμού, όσο και εάν δεν συνέβαλαν στην ομογενοποίηση. Μία μεγαλύτερη εξάπλωση της ελληνικής γλώσσας πάντως, δεν θα ήταν άλογο να υποτεθεί πως θα βοηθούσε στη στενότερη επικοινωνία του Βυζαντίου με την λοιπή ανατολική Χριστιανοσύνη, και θα ευνοούσε τη μεγαλύτερη προς βορράν ροή όχι μόνο της βυζαντινής (θεολογία, χρονογραφία, δίκαιο) αλλά και της αρχαίας ελληνικής γραμματείας (επιστήμες, φιλοσοφία κλπ).

Οικουμενικά εγχειρήματα ολοκληρωμένα και θνησιγενή. Ο νέος Ελληνισμός.

Στον Παλαιό Κόσμο (δεν εξετάζεται εδώ η Αμερική, ως μία πολύ ειδική περίπτωση), μία σειρά από συνήθως μεγάλες χώρες διεκδικούν την θέση του κράτους-πολιτισμού (civilization state), με μία υλική, πολιτική και συμβολική βαρύτητα η οποία υπερβαίνει τον χαρακτήρα του απλού έθνους κράτους και αντλεί κύρος και ταυτότητα από προγενέστερες αυτοκρατορικές μορφές, οι οποίες μπορούν να δράσουν κεντρομόλα για άλλους λαούς, ενώ οι ρίζες τους χάνονται σε ένα παρελθόν το οποίο μετρά αιώνες, κάποτε δε και χιλιετίες. Οι ηγεσίες των χωρών αυτών έχουν πλήρη συνείδηση πως είναι διάδοχοι αυτής της κληρονομιάς, η οποία προσφέρει αυξημένη αυτοπεποίθηση αλλά και αξιώσεις μίας ιδιαίτερης σφαίρας αρμοδιοτήτων και πολιτικής-κανονιστικής πρωτοπορίας, ειδικά εάν έχουν τις απαιτούμενες δυνάμεις. Τέτοιες χώρες είναι η Ρωσία (φέρουσα την ιδέα της Ρωσικής αυτοκρατορίας και της ΕΣΣΔ, διατηρώντας δε μέρος του πολυεθνικού χαρακτήρα των), η Τουρκία (ειδικά μετά την κάμψη του κεμαλισμού και την ισλαμική-οθωμανική αναβίωση, η οποία έχει φιλοδοξίες σε όλη την ευρύτερη Μέση Ανατολή και τα Βαλκάνια, με όχημα την κοινή θρησκεία), η Ινδία (πολυπληθέστερη χώρα της γης, η οποία αποτελούσε αυτοκρατορία ακόμη και υπό βρετανικό έλεγχο), το Ιράν (του οποίου η αυτοκρατορική παράδοση ξεκινά από τον Σάχη και καταλήγει στους Αχαιμενίδες, ενώ αποτελεί κέντρο του σιιτικού Ισλάμ) και η Αίγυπτος (πανάρχαιος πολιτισμός και η σημαντικότερη χώρα του αραβικού κόσμου, αν και με επισφαλή εσωτερική ευστάθεια).

Υπήρξαν λαοί που προσπάθησαν, μέσω της επέκτασής τους και η της προσπάθειας μιας πολιτισμικής πρωτοπορίας και αφομοίωσης των υποτελών τους, να φθάσουν στο επίπεδο των αυτοκρατοριών-πολιτισμών. Εν τέλει όμως δεν μπόρεσαν, τα εγχειρήματά τους δεν άντεξαν στο χρόνο, παρέμειναν σε μικρή σχετικά έκταση ή δεν είχαν το πολιτισμική ιδιαιτερότητα για να θεωρηθούν κάτι παραπάνω από μία απλή ηγεμονία ή σφαίρα επιρροής. Τούτες οι προσπάθειες προς την οικοδόμηση μίας ηγεμονίας-οικουμένης θα μπορούσαν να θεωρηθούν ατελείς ή θνησιγενείς (abortive). Τέτοια ήταν τα αυτοκρατορικά ή γενικώς υπερεθνικά μορφώματα των Πολωνών στην ανατολική Ευρώπη (16-18ος αι.), των Δανών στη Σκανδιναβία (14-17ος αι.), των Σέρβων (επί Στεφάνου Δουσάν και επί Νοτιοσλαβίας) και των Βουλγάρων στον Αίμο (10ος και 13ος αι.). Μονιμότερα αποτελέσματα, αν και επίσης παρήλθε, είχε η γερμανική κηδεμονία της κεντρικής Ευρώπης (Αγία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία/Αυστρία, 16-20ος αι.), η οποία αποτυπώνεται στους γεωπολιτικούς όρους της Μεσευρώπης (Mitteleuropa) και των Αυστρο-βαλκανίων.

Οι Έλληνες ως ευρύτερη πολιτισμική μονάδα (όχι απαραίτητα ως ο στενός εθνοφυλετικός πυρήνας, αν και τα όρια μεταξύ των δύο δεν είναι πάντοτε ευδιάκριτα), ως βυζαντινή και μεταβυζαντινή οικουμένη, εξέπεσαν με την οθωμανική κατάκτηση. Η Εκκλησία παρέμεινε, με ισχυρό πολιτικό ρόλο πέραν του θρησκευτικού, ως βασικός οργανισμός της νέας, μουσουλμανικής αυτοκρατορίας. Οι Έλληνες ήταν οι περισσότερο αστικοποιημένοι και ανεπτυγμένοι μεταξύ των άλλων ορθοδόξων υποδούλων λαών, έλεγχαν την Εκκλησία και την εκπαίδευση, η γλώσσα τους χρησιμοποιείτο ευρύτατα, ενώ η εμπορική και γενικά οικονομική τους δραστηριότητα ήταν πρωταγωνιστική, από την κεντρική Ευρώπη και τα παρευξείνια μέχρι την Αίγυπτο. Ο κρίσιμος παράγων όμως της ισχύος και της εθνικής αυτονομίας απωλέσθηκε. Υπό την κατάκτηση και καταπίεση των Οθωμανών, οι ελληνικοί πληθυσμοί μειώθηκαν, προσφυγοποιήθηκαν και εξαθλιώθηκαν, ενώ το πνευματικό τους επίπεδο κυριολεκτικώς καταποντίστηκε. Η δημιουργική έκρηξη της τελευταίας Βυζαντινής Αναγέννησης δεν είχε συνέχεια, καθώς οι πλέον φωτισμένοι Έλληνες βρήκαν καταφύγιο στην Ιταλία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ο πάλαι ποτέ βαρβαρικός δυτικός κόσμος προχωρούσε με άλματα προς τη νεοτερικότητα, προβαίνοντας σε καινοτομίες, επινοήσεις και κατακτήσεις με συντριπτική επίδραση στην ανθρώπινη ιστορία. Ο παράγων ισχύς είναι απαραίτητος και για την διατήρηση σε καθεστώς δορυφόρου των περιφερειακών οντοτήτων της οικουμένης, δια της προσέλκυσης ή του εξαναγκασμού. Από τον 19ο αιώνα και μετά, ήταν πολύ ευκολότερο και επωφελέστερο για τα ορθόδοξα έθνη της χερσονήσου του Αίμου να στραφούν προς τη δυτική Ευρώπη ή την Ρωσία. Το άρτι απελευθερωθέν νεοελληνικό κράτος, το ίδιο πολλαπλά εξαρτημένο και σε διαδικασία πολιτισμική αλλοτρίωσης, θα μπορούσε στην καλύτερη περίπτωση να προσδοκά σε μία καλή θέση πρόσκτησης εδαφών μετά τη διαφαινόμενη αποσύνθεση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, και να αποτελέσει ένα «πρότυπο βασίλειο» για τον εκπολιτισμό και εξευρωπαϊσμό της ανατολής. Με την αποκρυστάλλωση των βαλκανικών εθνικισμών, και ειδικά του βουλγαρικού και του αλβανικού, έμεινε ο νέος Ελληνισμός πίσω στον εθνοφυλετικό του πυρήνα, με μεθοριακές προσθήκες ή απώλειες στις τάξεις των ταυτοτικά υβριδικών και γλωσσικά ή θρησκευτικά διαφοροποιημένων κοινοτήτων του Αίμου και της Μικράς Ασίας. Η καταστροφή του 1922 οδήγησε στην έκπτωση της Μεγάλης Ιδέας, του ενωτικού, συλλογικού οράματος που κινητοποιούσε τους Έλληνες, σε τεράστιες απώλειες και εκρίζωση από πανάρχαιες πατρογονικές εστίες, ενταφίασε δε τις ελπίδες του Ελληνισμού να δειχθεί ως μία μέση-περιφερειακή δύναμη στην καθ’ ημάς Ανατολή, με την προοπτική ότι αυτό ίσως οδηγούσε και σε μία σχετική πολιτική και πολιτισμική χειραφέτηση από τις Μεγάλες Δυνάμεις.

Μετά από αυτές τις εξελίξεις και ειδικά μέσα από τις καταστροφές και απώλειες του 20ου αιώνα (κατοχή και εμφύλιος, Κυπριακό), η Ελλάδα μένει ως ένα μικρό έθνος κράτος σε πολιτικο-οικονομική κάμψη, δημογραφική κρίση και πολιτισμική ξηρότητα. Παρά τις νόμιμες ιστορικές περγαμηνές, η οποιαδήποτε συμπερίληψή της στην χορεία των παν-πολιτισμικών/αυτοκρατορικών εθνών, όπως αναφέρθηκαν παραπάνω, θα ήταν όχι απλώς άτοπη αλλά και τεκμήριο μεγαλομανίας. Κι όμως αυτή η παράδοση και ιστορική μορφή, η οποία βασιζόταν στην διαλεκτική μεταξύ του εθνικού πυρήνα και της οικουμενικής σφαίρας, ήταν ο φυσικός τρόπος ζωής του Ελληνισμού, ο οποίος κατά την έκφραση του Οδυσσέα Ελύτη «επέτυχε ως γένος, αλλ’ απέτυχε ως κράτος». Η χαώδης ασυμμετρία μεταξύ όμως αυτής της δέουσας μορφής και της ισχύος την οποία προϋποθέτει η διατήρηση ή ανάκτησή της, η γεωγραφική συρρίκνωση, η απώλεια των υπερεθνικών ερεισμάτων στους όμορους λαούς και η εσωτερική αποξένωση προκαλεί τη νεότερη εθνική σχιζοφρένεια, με την πόλωση του δυτικισμού, ανατολισμού, αρχαιολατρείας κλπ, και την παλινωδία μεταξύ μεμψιμοιρίας και έπαρσης.

Τούτη η μετέωρη κατάσταση του Ελληνισμού, μεταξύ του έθνους κράτους και της ευρύτερης οικουμένης, θα μπορούσε να αποτυπωθεί με τους όρους του «πολιτισμικού ιζήματος» (Γ. Πρεβελάκης) ή του «αυτοκρατορικού υπολείμματος» (Δ. Φάρος).

(συνεχίζεται)

1 comment

Anonymous 10 March 2025 at 14:47

Δεν είναι δυνατόν να μιλάμε για σημερινό αιγυπτιακό λαό και πολιτισμό ως συνεχιστή του αρχαίου αιγυπτιακού της εποχής των Φαραώ. Ο εξαραβισμος ήταν επιτυχής, γενετικά υπάρχει συνέχεια αλλά κατά τα άλλα απειροελάχιστη σχέση έχουν οι αραβοαιγυπτιοι με τους αρχαίους Αιγύπτιους. Οι μόνοι που διατήρησαν και διατηρούν μια συνείδηση του παρελθόντος τους είναι οι Αιγύπτιοι κόπτες που διώκονται όμως από τους μουσουλμάνους της Αιγύπτου.

Reply

Leave a Comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.