Γράφει ο Στυλιανός Καβάζης.

Η πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453 και η εδραίωση της Οθωμανικής κυριαρχίας στον ελληνικό χώρο σηματοδότησαν την έναρξη μιας μακραίωνης περιόδου δουλείας, γνωστής ως Τουρκοκρατία. Παρά την απώλεια της πολιτικής αυτονομίας και τις εξοντωτικές πιέσεις κοινωνικού, οικονομικού και πολιτισμικού χαρακτήρα (μόνο ειρηνική συνύπαρξη δεν είχαμε όπως υποστηρίζουν κάποιοι γνωστοί φελλοί), ο ελληνισμός όχι μόνο επέζησε, αλλά διατήρησε την ταυτότητά του και απέκτησε την ιστορική ωριμότητα, που τον οδήγησε στην εθνική του παλιγγενεσία. Στην επιβίωση αυτή συνέβαλαν αναμφίβολα η γλώσσα, η συνείδηση κοινής καταγωγής και η βυζαντινή πολιτιστική κληρονομιά, όμως ο θεμέλιος λίθος που κράτησε ενωμένο το Γένος ήταν η Ορθόδοξη πίστη και η Εκκλησία.
Στο πλαίσιο αυτό, η Εκκλησία λειτούργησε όχι μόνο ως πνευματικός θεσμός, αλλά και ως θεματοφύλακας της παιδείας, της ιστορικής μνήμης και της εθνικής συνείδησης. Ωστόσο, στη σύγχρονη δημόσια σφαίρα, δεν λείπουν οι φωνές που επιδιώκουν την αποδόμηση αυτής της ιστορικής πραγματικότητας. Δημόσια πρόσωπα και ιστορικοί από τα lidl (όπως ο Τσατσόπουλος ή ο Παναγιωτί..) προβάλλουν αφηγήσεις που αποσιωπούν ή και διαστρεβλώνουν τον ρόλο της Εκκλησίας, προβάλλοντας μια ιδεολογικά χρωματισμένη εκδοχή της ιστορίας, συχνά χωρίς επιστημονική τεκμηρίωση. Οι απόπειρες αυτές, αντί να εμπλουτίσουν τον διάλογο, εργαλειοποιούν το παρελθόν για να εξυπηρετήσουν σημερινές πολιτικές, θρησκευτικές ή προσωπικές σκοπιμότητες.
Απέναντι σε τέτοιου είδους στρεβλώσεις, είναι χρέος κάθε σοβαρής ιστορικής μελέτης να αναδείξει την πολυπαραγοντική ανθεκτικότητα του Ελληνισμού, αναγνωρίζοντας τη σημασία όλων των στοιχείων της ταυτότητας —γλώσσας, καταγωγής και ιστορικής συνείδησης— αλλά και να υπογραμμίσει τα αυτονόητα, ότι δηλαδή ο ρόλος της Ορθοδοξίας υπήρξε ο ενοποιητικός πυρήνας της εθνικής συνέχειας.
1. Το Ρουμ Μιλλέτ και η Εκκλησία ως συνέχεια του Γένους
Η οθωμανική διοίκηση, αν και αυταρχική, δεν επεδίωξε την ομογενοποίηση των υπηκόων της. Αντιθέτως, εφάρμοσε το σύστημα των «μιλλέτ», επιτρέποντας στις θρησκευτικές κοινότητες να διατηρούν εσωτερική αυτονομία υπό την εποπτεία των δικών τους θρησκευτικών αρχών. Για τους Ορθοδόξους, αυτό σήμαινε την υπαγωγή στον Οικουμενικό Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος αναγνωρίστηκε από τον ίδιο τον Μωάμεθ Β΄ ως εθναρχικός ηγέτης του «Ρουμ Μιλλέτ» — δηλαδή του έθνους των Ρωμιών.
Η Εκκλησία, επομένως, αναδείχθηκε σε θεσμικό συνεχιστή του Βυζαντίου, αναλαμβάνοντας ρόλο όχι μόνο πνευματικό, αλλά και διοικητικό, δικαστικό και εκπαιδευτικό. Ο Πατριάρχης, διάδοχος του Βυζαντινού αυτοκράτορα στο πνευματικό επίπεδο, λειτουργούσε ως ενσάρκωση της συλλογικής μνήμης και της εθνικής ενότητας, αποτελώντας σημείο αναφοράς σε έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο [1][2].
2. Η Ορθόδοξη πίστη ως προσδιοριστικό στοιχείο της ταυτότητας
Κατά την Οθωμανική περίοδο, η θρησκευτική ταυτότητα δεν ήταν απλώς πτυχή της προσωπικής πίστης, αλλά το καθοριστικό κριτήριο εθνολογικής ένταξης. Η ένταξη στο Ρουμ Μιλλέτ σήμαινε συμμετοχή στην ελληνική παράδοση, ανεξαρτήτως γλώσσας ή καταγωγής. Η εγκατάλειψη της Ορθοδοξίας μέσω εξισλαμισμού ισοδυναμούσε με αποκοπή από το Γένος. Το φαινόμενο αυτό καταδεικνύεται δραματικά μέσα από τα πολυάριθμα παραδείγματα των Νεομαρτύρων, που μαρτύρησαν επειδή αρνήθηκαν να απορρίψουν την πίστη των πατέρων τους [3][4].
Στο ίδιο πνεύμα κινείται και η ρητορική μεγάλων φυσιογνωμιών της εποχής. Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός διακήρυττε ότι η απώλεια της πίστης ισοδυναμεί με απώλεια και του έθνους και της ψυχής, ενώ ο Νεόφυτος Δούκας θεωρούσε τον Χριστιανισμό ταυτόσημο με την ελληνικότητα [5][6].
Ο όρος «τουρκεμένος» χρησιμοποιήθηκε για όσους εξισλαμίστηκαν, όχι ως απλή θρησκευτική περιγραφή, αλλά ως στίγμα εθνικής απώλειας. Η πίστη, επομένως, δεν υπήρξε δευτερεύον ή παρεμπίπτον στοιχείο της ελληνικής ταυτότητας, αλλά ο ακρογωνιαίος λίθος της.
3. Η γλώσσα ως δευτερεύον αλλά ουσιώδες στοιχείο ταυτότητας
Σε αντίθεση με τη σύγχρονη θεώρηση, όπου η γλώσσα θεωρείται βασικό στοιχείο της εθνικής ταυτότητας, κατά την Τουρκοκρατία αυτός ο ρόλος ανήκε πρωτίστως στην Εκκλησία. Πολλοί πληθυσμοί που είχαν απωλέσει την ελληνική ως μητρική γλώσσα —όπως Βλάχοι, Αρβανίτες, Σλαβόφωνοι ή τουρκόφωνοι— εξακολουθούσαν να θεωρούνται και να αυτοπροσδιορίζονται ως Έλληνες, εφόσον ανήκαν στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα του Καπετάν Κώττα από τη Φλώρινα, σλαβόφωνου αγωνιστή του Μακεδονικού Αγώνα, ο οποίος πολέμησε και θυσιάστηκε ως Έλληνας. Παρομοίως, οι Βλάχοι εθνικοί ευεργέτες, όπως οι Ζάππας και ο Αβέρωφ, κατέστησαν βασικοί συντελεστές της εθνικής αναγέννησης, παρότι δεν είχαν ελληνόφωνη μητρική παράδοση [7][8].
Η παρατήρηση του Νίκου Σβορώνου ότι η ελληνικότητα της εποχής προσδιορίστηκε κυρίως από την Ορθοδοξία και το βυζαντινό πολιτισμικό υπόβαθρο —και όχι κατ’ ανάγκην από τη γλώσσα— καταδεικνύει την ιδιαιτερότητα της ελληνικής περίπτωσης [9].
Αυτό, βεβαίως, δεν αναιρεί τη σημασία της γλωσσικής παράδοσης ή της καταγωγής, που λειτουργούσαν επικουρικά ως συνεκτικοί δεσμοί. Χωρίς όμως την Ορθοδοξία, ούτε η γλώσσα ούτε η φυλετική συγγένεια θα επαρκούσαν για τη διατήρηση της ελληνικής ταυτότητας μέσα σε ένα ξένο και ενίοτε εχθρικό περιβάλλον.
4. Η Εκκλησία ως θεματοφύλακας παιδείας και ιστορικής συνέχειας
Παρά την τουρκική καταπίεση, η Εκκλησία διατήρησε ζωτικό ρόλο και στον τομέα της παιδείας. Οι μονές, τα εκκλησιαστικά σχολεία και τα ενοριακά κέντρα αποτέλεσαν τα κύρια σημεία αναπαραγωγής της ελληνικής γραμματείας, της ιστορικής γνώσης και της πολιτισμικής συνείδησης. Από τα Κατηχητικά έως τις Σχολές της Σμύρνης, της Χίου, της Αθωνιάδας και των Ιωαννίνων, ο λόγος της Εκκλησίας προσέφερε τα εφόδια εκείνα που καλλιέργησαν το υπόβαθρο της Επανάστασης του 1821 [10].
Όπως επισημαίνει ο Παπαρρηγόπουλος, η Εκκλησία διατήρησε «ου μόνον την πίστις, αλλά και το έθνος», επιτελώντας ρόλο διαχρονικού θεματοφύλακα. Δίχως τη δράση της Εκκλησίας, η εθνική αφύπνιση θα είχε ίσως καθυστερήσει ή καταπνιγεί πλήρως.
Συμπερασματικά, κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, η Ορθόδοξη Εκκλησία και η πίστη δεν περιορίστηκαν στο πνευματικό ή τελετουργικό πεδίο, αλλά ανέλαβαν ενεργό ρόλο ως φορείς εθνικής ενότητας και ιστορικής συνέχειας. Η ταύτιση του Ρωμιού με τον Ορθόδοξο, η διατήρηση της παιδείας και η απόρριψη του εξισλαμισμού ως απάρνηση του Γένους αναδεικνύουν την Εκκλησία σε ακρογωνιαίο λίθο της επιβίωσης και μετέπειτα αναγέννησης του ελληνικού έθνους. Η ελληνικότητα, λοιπόν, δεν επιβίωσε μόνο χάρη σε εθνοτικά ή γλωσσικά χαρακτηριστικά, αλλά πρωτίστως μέσω της πίστης και της συλλογικής μνήμης που αυτή συντηρούσε.
Πηγές και Παραπομπές:
[1] Κ. Σβολόπουλος (επ.), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΑ΄, Εκδοτική Αθηνών, 1975.
[2] Απόστολος Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Α΄, Εκδ. Βάνιας, 1961.
[3] Ιωάννης Χασιώτης, Ο Ελληνισμός υπό Ξένη Κυριαρχία (1453–1821), Εκδ. Βάνιας, 1992.
[4] Διονύσης Φωτιάδης, Οι Νεομάρτυρες και το Έθνος, Αθήνα, 1971.
[5] Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, Διδαχές και Προφητείες, έκδ. Κωνσταντίνου Σάθα, 1861.
[6] Νεόφυτος Δούκας, Επιστολαί περί της καταστάσεως των Ρωμαίων, 1819.
[7] Δημοσθένης Κοκκινίδης, Μακεδονικός Αγών, Θεσσαλονίκη, 1968.
[8] Ι. Χασιώτης, ό.π., σ. 213–215.
[9] Ν. Σβορώνος, Το Ελληνικό Έθνος, Εκδ. Πολύτυπο, 1976, σ. 132.
[10] Μοναστήρια και Παιδεία στον Ελληνισμό της Τουρκοκρατίας, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, 2002.
[11] Κ. Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Ε΄, Εκδ. Παπαδήμα, σ. 412.