Γράφει ο Τηλέμαχος Χορμοβίτης.
Στις δεκαετίες του 1970 και του 1980 ο Joseph Sobran ήταν ένας από τους πιο επιδραστικούς συντηρητικούς αρθρογράφους των ΗΠΑ. Η δεινότητα της γραφής του, η πολυμάθειά του, το χιούμορ του και το πνεύμα του έκαναν πολλούς να τον παρομοιάζουν με τον G.K. Chesterton και τον H.L. Mencken. Ο Sobran ήταν εναντίον των κρατικών παρεμβάσεων στην οικονομία, ήταν συντηρητικός σε κοινωνικά θέματα και έβλεπε με μεγάλη επιφύλαξη τον μεσσιανικό ρόλο των ΗΠΑ στην εξωτερική πολιτική (στα πλαίσια αυτά, ασκούσε έντονη κριτική στην ειδική σχέση ΗΠΑ-Ισραήλ και στη μεταχείριση των Παλαιστινίων από την ισραηλινή κυβέρνηση). Όσο και αν σήμερα μας φαίνεται περίεργο, μέχρι και τη δεκαετία του ’80 και την άνοδο των νεοσυντηρητικών, η κριτική στο Ισραήλ ήταν κάτι συνηθισμένο στον χώρο της mainstream αμερικάνικης Δεξιάς.
Οι καιροί όμως είχαν αρχίσει να αλλάζουν και το 1991 ο Sobran αποπέμφθηκε από το περιοδικό “National Review” εξαιτίας αυτής της αντι-ισραηλινής στάσης του. Ύστερα από την απόλυση του, η επιρροή του Sobran στον αμερικάνικο συντηρητισμό άρχισε σιγά σιγά να φθίνει και ο ίδιος ριζοσπαστικοποιήθηκε ιδεολογικά. Η ριζοσπαστικοποίηση αυτή κάποιες φορές είχε ενδιαφέρουσες πτυχές (πχ όταν ασπάστηκε τον αναρχοκαπιταλισμό του Murray Rothbard και του Hans-Hermann Hoppe) και κάποιες άλλες φορές τον έβαλε σε επικίνδυνα και περιθωριακά μονοπάτια (πχ όταν άρχισε να συσχετίζεται με αρνητές του Ολοκαυτώματος).
Ο Sobran πέθανε το 2010, σε ηλικία 64 ετών. Όσο όμως και να διαφωνεί κάποιος με ορισμένες ιδεολογικές επιλογές που έκανε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, δεν μπορεί να μην αναγνωρίσει ότι ήταν ένας σημαντικός παλαιοσυντηρητικός διανοούμενος και ένας σπουδαίος στυλίστας της αγγλικής γλώσσας. Το αποδεικνύουν τα άρθρα που έγραψε όταν συνεργαζόταν με το περιοδικό “National Review”, τα οποία κυκλοφορούν και σε βιβλίο. Εδώ πέντε αποσπάσματα από τα άρθρα αυτά :
1. «Στο μυαλό του (προοδευτικού) δημοσιογράφου, ο συντηρητικός δεν είναι κάποιος που έχει μια συγκεκριμένη φιλοσοφία άξια συζήτησης, ακρόασης ή διαλόγου. Είναι απλώς κάποιος που έχει μείνει πίσω από την εποχή του, γαντζωμένος σ’ ένα απαξιωμένο και ντροπιαστικό παρελθόν, το οποίο όλοι οι μορφωμένοι άνθρωποι θα έπρεπε να έχουν προ πολλού ξεπεράσει. Ο συντηρητικός δεν είναι τόσο λανθασμένος όσο είναι ξεπερασμένος — καταδικασμένος να εκλείψει. Γιατί να συζητήσεις με έναν δεινόσαυρο; Οι ύστατες κατηγοριοποιήσεις που κάνει ο Προοδευτικός δεν είναι ο Παράδεισος και η Κόλαση, ούτε το Καλό και το Κακό, ούτε η Τάξη και το Χάος, αλλά το Μέλλον και το Παρελθόν. Ακόμη και οι βρισιές που εξαπολύει ο Προοδευτικός έχουν χρονικό χαρακτήρα: αρχαϊκός, ξεπερασμένος, Νεάντερταλ, μεσαιωνικός, προϊστορικός, απολιθωμένος, παλαιολιθικός, απαρχαιωμένος, του 13ου (ή του 18ου) αιώνα, και πάει λέγοντας. Για τον προοδευτικό, αυτές οι λέξεις είναι αδιαμφισβήτητα η απόλυτη καταδίκη. Πόσο κακό πράγμα είναι το Παρελθόν!»
2. «Δεν είναι καθόλου τυχαίο, όπως λένε και οι Σοσιαλιστές, ότι ο Σοσιαλισμός και το Σεξ (ή ο “ελεύθερος έρωτας”) εμφανίστηκαν ταυτόχρονα ως “προοδευτικές” ιδέες. Συμπληρώνουν το ένα το άλλο. Ο Ρώσος αντικαθεστωτικός Ίγκορ Σαφαρέβιτς, στο βαθυστόχαστο βιβλίο του “Το Σοσιαλιστικό Φαινόμενο”, εξηγεί πως το σοσιαλιστικό σχέδιο της εξίσωσης των ανθρώπων απαιτεί να υπονομευθεί ή να καταστραφεί η οικογένεια. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί σε μεγάλο βαθμό μέσω της βεβήλωσης του συζυγικού έρωτα και της ρήξης του δεσμού ανάμεσα στο Σεξ και την Πίστη, που πρεσβεύει η μονογαμία. Γι’ αυτό, στα αρχικά του στάδια, ο Σοσιαλισμός συχνά προβάλλει με έμφαση τη σεξουαλική “απελευθέρωση” ενώ στις πιο ριζοσπαστικές οργανώσεις δεν είναι ασυνήθιστο να επιβάλλεται υποχρεωτική σεξουαλική ελευθεριότητα, ώστε τα μέλη να μοιράζονται το κρεβάτι με όλους τους υπόλοιπους και ο καθένας να σχετίζεται ισότιμα με όλους. Αυτό είναι το αποκορύφωμα του εξισωτισμού!»
3. «Ο λόγος που ο Τύπος, από τη στιγμή που υπάρχει, πρέπει να παραμένει ουσιωδώς ελεύθερος, δεν είναι επειδή ο Τύπος είναι κάτι “καλό”, αλλά επειδή είναι κάτι “επικίνδυνο”. Ακριβώς επειδή δημιουργεί μια κοινότητα γνώμης, δεν πρέπει ποτέ να περάσει εξ ολοκλήρου στα χέρια του κράτους. Όσο περισσότερο τον αποδοκιμάζεις, τόσο πιο ένθερμα πρέπει να θέλεις να μείνει διαχωρισμένος από την εκάστοτε πολιτική εξουσία. Γιατί κάθε λάθος που κάνει, θα το κάνει ακόμη χειρότερα όταν μετατραπεί σε όργανο της επίσημης κρατικής αρχής».
4. «Όταν οι προοδευτικοί μάς ζητούν να παραμερίσουμε τα στερεότυπα, στην πραγματικότητα μάς εκλιπαρούν να τα αντικαταστήσουμε με τα δικά τους εξιδανικευμένα στερεότυπα — με “θετικές εικόνες” — και όχι με πιο ακριβείς ή πολυδιάστατες αντιλήψεις. Η ίδια η φράση τους υποδηλώνει, έστω και με μισόλογα, ότι υπάρχουν τελικά συλλογικά χαρακτηριστικά, αλλά ταυτόχρονα αποκαλύπτει την αδυναμία τους να εξετάσουν τα απτά, συγκεκριμένα στοιχεία του προβλήματος που θέλουν να διορθώσουν. Και τα ευμενή στερεότυπά τους δεν μας πείθουν, επειδή το κοινό στερεότυπο —όσο απλουστευτικό κι αν είναι— έχει τουλάχιστον μια πολιτισμική και εμπειρική βάση· ενώ αυτό με το οποίο θέλουν να το αντικαταστήσουν είναι κατασκευασμένο από καθαρή υπόθεση και ελπίδα: αντιπροσωπεύει τον Μαύρο, τη γυναίκα κ.λπ., όπως θα ήθελαν να είναι — όχι όπως πραγματικά μπορούμε να τους αναγνωρίσουμε και να τους καταλάβουμε».
5. «Υπάρχει τόση ακραία σκληρότητα στον κόσμο, που μόλις πρόσφατα άρχισαν οι άνθρωποι να σκέφτονται να την καταργήσουν· να θεσμοθετήσουν, τρόπον τινά, την καλοσύνη. Ένας ευγενής στόχος, ασφαλώς — αλλά το να υποθέτει κανείς ότι κάτι τέτοιο είναι εφικτό, πόσο μάλλον ότι αποτελεί τη “φυσική τάξη των πραγμάτων”, είναι αφελές. Οι άνθρωποι που δραπετεύουν από τη δουλεία ή την τυραννία συνήθως νιώθουν ευγνωμοσύνη που κατάφεραν απλώς να σώσουν το τομάρι τους… Οι περισσότεροι ξέρουν πως το κακό είναι εδώ και θα παραμείνει και ότι το μόνο που μπορούν να κάνουν γι’ αυτό, είναι να ξεριζώνουν τα αγριόχορτα από τον δικό τους κήπο. Είναι πολύ δύσκολο να εξασφαλιστεί ακόμη κι αυτό το μικρό κομμάτι γαλήνης και τάξης».