Γράφει ο Ἰωάννης Νεονάκης
Σάν σήμερα ἡ Κωνσταντινούπολη, ἡ πρωτεύουσα τοῦ κράτους μας, ἡ πρωτεύουσα τῆς Ρωμανίας (τῆς δολίως ἐπονομαζόμενης Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας) ἁλώθηκε, ἀλλά δέν παραδόθηκε. Τό ὅτι δέν παραδόθηκε ἔχει μεγάλη ἱστορική σημασία καί ὀφείλομε παντοτινή εὐγνωμοσύνη καί τιμή σέ ὅλους τούς ὑπερασπιστές της ἀπό τόν αὐτοκράτορα Κωνσταντίνο μέχρι τόν τελευταῖο πολίτη τῆς Βασιλεύουσας, πού ἑκουσίως προτίμησαν τόν θάνατο ἀπό τήν παράδοση. Μέ μιά φωνή, σάν ἕνα σῶμα ἀρνήθηκαν νά παραδόσουν ἕναν τρόπο ζωῆς, ἕναν Χριστοκεντρικό τρόπο ζωῆς, τόσο σέ προσωπικό, ὅσο καί σέ συλλογικό ἐπίπεδο. Ἀρνήθηκαν νά παραδώσουν τό φῶς πού πάνω ἀπό χίλια χρόνια φώτιζε τίς καρδιές τους. Ἀρνήθηκαν νά παραδώσουν τά μάτια τῆς Πλατυτέρας στήν Αγιά Σοφιά, ἀρνήθηκαν νά παραδώσουν τήν ὑπερβατική λάμψη στήν Μονή τῆς Χώρας, ἀρνήθηκαν νά παραδώσουν τόν ὕμνο στήν Ζωοδόχο Πηγή. Ἤξεραν ὅτι γιά τίς ἁμαρτίες τους ἔφτασαν σέ αὐτό τό σημεῖο, ὅμως νά, μετανιωμένοι ἀποφασίζουν ἐτούτη τήν ἔσχατη ὥρα νά σταθοῦν στά πόδια τους καί σάν σέ χαρά, σάν σέ πανηγύρι, σταυροαναστάσιμα, νά μήν προδώσουν τό φῶς.
Γιά ἐμᾶς τό ἔκαναν. Γιά ἐμᾶς τούς Ἕλληνες, τούς Ρωμηούς τοῦ 2025 τό ἔκαναν, γιά ἐμᾶς τά παιδιά τους. Ὅπως ὁ Χριστός. Ἀνέβηκε στόν σταυρό γιά ἐμᾶς. Καί αὐτοί ἀνέβηκαν στόν σταυρό γιά ἐμᾶς. Στόν δικό μας τρόπο ζωῆς, στόν Ὀρθόδοξο, στόν Ρωμαίικο, ἡ δικαιοσύνη εἶναι ἡ αὐτοπροαίρετη θυσία. Αὐτή εἶναι ἡ δικαιοσύνη μας. Κι ὅποιος κατάλαβε κατάλαβε. Δέν ἔχομε «συστήματα», δέν ἔχομε «δύναμη», δέν ἔχομε «ἀνταποδόσεις». Ἔχομε μόνο μιάν αὐτοπροαίρετη σιωπηλή θυσία. Αὐτή εἶναι ἡ δικαιοσύνη ἡ δική μας. Κατέβα ἀπό τό σταυρό! Δεῖξε τήν δύναμή σου! Φανέρωσε τήν θεότητά σου! Παραδόσου Κωνσταντίνε, καί ἡ δύναμη σου θά ἀποκατασταθεῖ! Ὃλα τά καλά θά εἶναι δικά σου! Μήν εἶσαι ἀνόητος!
Ὄχι, ἐμεῖς πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καί οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν. Ἐμεῖς ζυμωθήκαμε μέ τό φῶς καί θέλομε καί τά παιδιά μας νά ζυμωθοῦν μέ τό φῶς. Γιατί εἴμαστε ἕνα σῶμα, μιά καρδιά, ἕνα πανηγύρι, ἕνας χορός, μέ πρωτοστάτη τόν Χριστό μας. Ἕνα σῶμα πού πορεύεται μέ χαρά ἀπό δόξης εἰς δόξαν. Πού πορεύεται τήν ἱστορική, ἀγλαοφανή, σωτηριολογική, ἐσχατολογική του πορεία. Αὐτό εἶναι τό Ρωμαίικο. Ἕνα ἀντάμωμα, μιά χαρά, μιά πορεία, ἕνα γλέντι ἀτελείωτο, μιά ζωή ἐν τάφῳ, ἕνα φῶς ἀνέσπερο, μιά εὐγνωμοσύνη στήν Στρατηγό πού πρωτοστατεῖ ὑπερμάχως, ἕνας πλατυσμός στήν χώρα τοῦ ἀχωρήτου, ἕνα δάκρυ γιά τό μεγαλεῖο τῆς ταπείνωσης τοῦ Χριστοῦ. Τί καί ἄν δέν ἔχομε τίποτα, εἶναι ὅλα δικά μας. Καί τώρα καί πάντοτε.
Ἀπό καρδιᾶς σέ εὐχαριστοῦμε Κωνσταντίνε, ἀπό καρδιᾶς σᾶς εὐχαριστοῦμε πατέρες καί μητέρες μας, ὅλους ἐσᾶς πού «πέσατε» ἐκεῖνο τό πρωινό. Χάρις σέ σᾶς οὐχ ἑάλω ἡ πόλις τοῦ φωτός. Μά ἐλᾶτε τώρα, ἔλα Κωνσταντίνε, ἐλᾶτε γονεῖς μας ἀγαπημένοι, ἐλᾶτε, σηκωθείτε καί πάλι σημερά, ἐμεῖς καί σεῖς καί τά παιδιά μας πού ἔρχονται, ὅλοι μαζί ἀγκαλιασμένοι μέ τόν δικό μας τρόπο, μυστικά καί κυκλικά νά χορέψομε καί νά τραγουδήσομε καί πάλι τά τραγούδια μας, τά τραγούδια τῆς χαρᾶς: «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τέ καί γῆ, καί τά καταχθόνια· ἑορταζέτω γοῦν πᾶσα κτίσις, τήν Ἔγερσιν Χριστοῦ, ἐν ἤ ἐστερέωται».
Γιά τήν λαμπρή αὐτή ἐορτή, τήν ἐορτή τοῦ ΜΕΓΑΛΟΥ ΟΧΙ τῶν προγόνων μας
Χρόνια πολλά σέ ὃλους καί τοῦ χρόνου στήν Πόλη!